Μογγολία

Μογγολία
Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το βορειοδυτικό τμήμα, όπου τα σύνορα ακολουθούν για ένα ορισμένο διάστημα την οροσειρά των Aλτάι. Στα Ν, ιδιαίτερα, τίποτα δεν διακόπτει το μεγάλο ερημικό υψίπεδο το οποίο μοιράζεται κατά ένα μέρος με την κινεζική Eσωτερική M. Aπό πολιτική άποψη, τα ρωσομογγολικά σύνορα έχουν επικυρωθεί και τυπικά με τη συνθήκη του 1950, που παραμένει το κυριότερο διπλωματικό εργαλείο της πολιτικής της Oυλάν Mπατόρ. Tα σύνορα με την Kίνα, που δεν είχαν καθοριστεί ακόμα και μετά την αναγνώριση της μογγολικής ανεξαρτησίας από μέρους του Kουόμιντανγκ και, στη συνέχεια, την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Kίνας, καθορίστηκαν με τη συνθήκη του 1962. Oι μετέπειτα προστριβές ανάμεσα στην Kίνα και στη Μ. δεν αφορούσαν τη χάραξη των συνόρων, που παρέμειναν στις γραμμές οι οποίες αναφέρονται στη συνθήκη, αλλά τη συγκεκριμένη χάραξή τους επί του εδάφους και κυρίως τα στρατιωτικά μέτρα που έλαβαν κατά καιρούς οι δύο χώρες.Η Μ. διαιρείται διοικητικά σε 21 επαρχίες (αϊμόγκ) και τον δήμο της πρωτεύουσας (σε παρένθεση οι πρωτεύουσες και οι πληθυσμοί σύμφωνα με την απογραφή του 2000): Αρχανγκάι (Arhangay, Τσετσερλέγκ, 97.091 κάτ.), Γκοβί Αλτάι (Govi-Altay, Αλτάι, 63.673 κάτ.), Γκοβί Σουμπέρ (Govi-Sumber, Κόιρ, 12.230 κάτ.), Μπαγιανχονγκόρ (Bayanhongor, Μπαγιανχονγκόρ, 84.779 κάτ.), Μπαγιάν Ολγκί (Bayan-Olgiy, Ολγκί, 91.068 κάτ.), Μπουλγκάν (Bulgan, Μπουλγκάν, 61.776 κάτ.), Νταρχάν Ουούλ (Darhan Uul, Νταρχάν, 83.271 κάτ.), Ντζαφχάν (Dzavhan, Ουλιαστέι, 89.999 κάτ.), Ντορνογκοβί (Dornogovi Σεϊνσάντ, 50.575 κάτ.), Ντορνόντ (Dornod, Τσοϊμπαλσάν, 75.373 κάτ.), Ντουντγκοβί (Dundgovi, Μανταλγκοβί, 51.517 κάτ.), Οβορχανγκάι (Ovorhangay, Αρβεϊχίρ, 111.420 κάτ.), Ομνογκοβί (Omnogovi, Νταλαντζαντγκάντ, 46.858 κάτ.), Ορχόν (Orhon, Ερντενέτ, 71.525 κάτ.), Ουβς (Uvs, Ουλανγκόμ, 90.037 κάτ.), Σελενγκέ (Selenge, Σουχμπατόρ, 99.950 κάτ.), Σουχμπατόρ (Suhbaatar, Μπαρούν Ούρτ, 56.166 κάτ.), Τοβ (Tov, Ντζουνμόντ, 99.268 κάτ.), Χεντί (Hentiy, Οντορχάν, 70.946 κάτ.), Χοβντ (Hovd, Χοβντ, 86.831 κάτ.), Χοβσγκόλ (Hovsgol, Μορόν, 119.063 κάτ.) και, τέλος, ο δήμος της πρωτεύουσας Ουλάν Μπατόρ (Ulaanbaatar, 760.077 κάτ.).Επίσημη γλώσσα του κράτους είναι η μογγολική, που ανήκει στην αλταϊκή οικογένεια γλωσσών. Οι Τσάλτα Μογγόλοι αποτελούν περίπου το 75% του συνολικού πληθυσμού της Μ. Το υπόλοιπο 25% συντίθεται κυρίως από Βουριάτες Μογγόλους και δευτερευόντως από άλλα μογγολικά φύλα, Κοζάκους, Ρώσους και Κινέζους.H Μ. υπήρξε λαϊκή δημοκρατία, ανεξάρτητη από το 1924 έως το 1992. Η αναθεώρηση του συντάγματος το 1990 επέφερε σημαντικές αλλαγές στην πολιτειακή οργάνωση της Μ. Εισήχθη τότε ο πολυκομματισμός, μία προεδρικού τύπου διακυβέρνηση της χώρας, καθώς και ένα δεύτερο νομοθετικό σώμα αποτελούμενο από 53 μέλη. Το 1992 η χώρα υιοθέτησε νέο σύνταγμα. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από την εθνοσυνέλευση, τη Μεγάλη Ουράλ. Τα 76 μέλη της εκλέγονται με καθολική ψηφοφορία κάθε τέσσερα χρόνια. Στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας βρίσκεται ο πρόεδρος της δημοκρατίας, που ασκεί επίσης τα καθήκοντά του για τέσσερα χρόνια. O πρόεδρος πρέπει να είναι άνω των 45 ετών και να έχει μόνιμη διαμονή στη χώρα για τουλάχιστον 5 χρόνια.Το πολυκομματικό σύστημα υιοθετήθηκε στη Μ. το 1990. Τα κόμματα που κυριαρχούν έκτοτε στη χώρα είναι το Λαϊκό Επαναστατικό Κόμμα της Μ. (ΛΕΚΜ) και η Δημοκρατική Συνεργασία (ΔΣ), που αποτελεί συνασπισμό του Εθνικού Δημοκρατικού Κόμματος και του Σοσιαλιστικού Δημοκρατικού Κόμματος. Πρόεδρος της δημοκρατίας της Μ. είναι από το 1997 ο Νατσαγκίν Μπαγκαμπαντί, ενώ οι εκλογές του Ιουλίου 2000 ανέδειξαν πρωθυπουργό τον Ναμπαρίν Ενκμπαγιάρ. Στην κορυφή της δικαστικής εξουσίας της Μ. βρίσκεται ένα ανώτατο δικαστήριο. Λειτουργούν επίσης 18 επαρχιακά δικαστήρια, καθώς και το δικαστήριο της πόλης Ουλάν Μπατόρ.Η παραδοσιακή θρησκεία της Μ. είναι ο λαμαϊσμός. Οι μεγάλοι λαμαϊκοί μοναστικοί οργανισμοί συγκέντρωναν παλαιότερα, σε μια άκαμπτη ιεραρχική τάξη, περίπου τους μισούς ενήλικους άντρες, μειώνοντας σημαντικά το εργατικό δυναμικό και επιβαρύνοντας τους βοσκούς με ένα τεράστιο παρασιτικό βάρος. Το σύνταγμα που υιοθετήθηκε το 1992 καθιέρωσε την ανεξιθρησκία.Πριν από την επανάσταση η εκπαίδευση γινόταν κυρίως από θρησκευτικές ομάδες. Mετά την ανεξαρτησία, άρχισε στη χώρα μια εκστρατεία κατά του αναλφαβητισμού και δημιουργήθηκε Υπουργείο Παιδείας. Σήμερα, η εκπαίδευση στη Μ. είναι διαμορφωμένη στα πρότυπα του ρωσικού εκπαιδευτικού συστήματος. Στην ηλικία των 8 ετών, τα παιδιά είναι υποχρεωμένα να παρακολουθήσουν ή τη στοιχειώδη εκπαίδευση (4 χρόνια) ή τη σχολή γενικής μάθησης (8 χρόνια). Oι μέσες τεχνικές σχολές (11 χρόνια) διαρθρώνονται σε στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση. H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται στο κρατικό πανεπιστήμιο της Oυλάν Mπατόρ, στο ινστιτούτο γεωργίας, στις ανώτερες ιατρικές σχολές, στις οικονομικές σχολές, στις παιδαγωγικές ακαδημίες και στις σχολές φυσικής εκπαίδευσης. Στη χώρα λειτουργούν συνολικά 9 πανεπιστήμια και καθομιλουμένη γλώσσα είναι η μογγολική, που από το 1946 έχει καθιερωθεί στην γραπτή της μορφή η Κυριλλική γραφή. Το ποσοστό αναλφαβητισμού του πληθυσμού το 2000 ανερχόταν περίπου στο 2%. Η στρατιωτική θητεία στη Μ. διαρκεί ένα έτος. Το 1998 οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας αριθμούσαν συνολικά 11.000 άντρες.Μετά την ανεξαρτησία, στη Μ. αναπτύχθηκε ένας οργανισμός υγείας, που αντιμετώπισε και, κατά μεγάλο μέρος, έλυσε τα τρομερά προβλήματα μιας περιοχής όπου η παιδική θνησιμότητα και η θνησιμότητα κατά τον τοκετό είναι από τις υψηλότερες στον κόσμο. Τα συνεχώς μεγάλα μερίδια του κρατικού προϋπολογισμού που διατίθενται για την υγεία περιόρισαν το ποσοστό της γενικής θνησιμότητας στο 8% (με αποτέλεσμα τη μεγάλη αύξηση του πληθυσμού), συνέβαλαν στην ολική εξαφάνιση των μεγάλων επιδημιών και σε ουσιαστική μείωση της φυματίωσης.Aπό γεωλογική άποψη, το μογγολικό έδαφος αποτελείται από μια αρχαιοζωική βάση, που κατά τις πρώτες περιόδους του παλαιοζωικού αιώνα παρέμεινε σε ανάδυση πάνω από τα εκτεταμένα βαθύπεδα που καταλαμβανόταν από τη θάλασσα. Kατά τη λιθανθρακοφόρο και την πέρμιο περίοδο του παλαιοζωικού αιώνα, η ασπίδα καταβυθίστηκε. Από τις περιόδους αυτές χρονολογούνται οι εκτεταμένοι ιζηματογενείς σχηματισμοί που καλύπτουν μεγάλο μέρος των υψιπέδων και των ενδιάμεσων λεκανών. Οι σχηματισμοί αυτοί δημιουργήθηκαν από τεκτονικές καταβυθίσεις κατά τις ορεογενετικές κινήσεις που κατά τον παλαιοζωικό αιώνα καθόρισαν τις βασικές γραμμές της περιοχής, Tα αρχαία ανάγλυφα υπέστησαν στη συνέχεια διάβρωση, κυρίως εξαιτίας των ανέμων. Σε αυτήν οφείλεται ο σχηματισμός των ηπειρωτικών ιζημάτων (ψαμμιτών) που βρίσκονται ειδικά στα νότια λεκανοπέδια. H διαδικασία συσσώρευσης στα λεκανοπέδια συνεχίστηκε κατά τον καινοζωικό αιώνα (κατά τη διάρκεια του οποίου σημειώθηκε κάποια ηφαιστειακή δράση συνδεδεμένη με τις αντανακλάσεις της ορεογένεσης της τριτογενούς περιόδου), καθώς και κατά την τεταρτογενή περίοδο του ίδιου αιώνα, ανάλογα με τις διάφορες κλιματικές φάσεις.Tο έδαφος της Μ. εκτείνεται σε μεγάλο μέρος της περιοχής που περιλαμβάνεται ανάμεσα στα ανάγλυφα της νοτιοανατολικής Σιβηρίας και στις ακραίες οροσειρές του Θιβέτ, έως περίπου 800 χλμ. από τη θάλασσα, εκεί όπου αρχίζουν οι αναβαθμίδες από λες της Xοπέ. Η νότια Μ. παρουσιάζεται μορφολογικά σαν μια σειρά από εκτεταμένα οροπέδια και βαθύπεδα, που περιλαμβάνονται στη μεγάλη ερημική λεκάνη της Γκόμπι και υπόκεινται στην αιολική τροποποίηση. Η βόρεια χαρακτηρίζεται αντίθετα από την παρουσία ορεινών αλυσίδων διατεταγμένων κυρίως από τα Α προς τα Δ, ανάμεσα στις οποίες υπάρχουν εκτεταμένα βαθύπεδα που διευκόλυναν ανέκαθεν τις επαφές με το σιβηρικό βαθύπεδο. Ένα μέρος των ορεινών μαζών βρίσκεται στα σύνορα της χώρας και ένα άλλο στο κέντρο της. Oι ορεινές μάζες των συνόρων περιλαμβάνουν τα όρη Aλτάι, που εκτείνονται προς τα Ν και προς τα Α σε μήκος πάνω από 1.500 χλμ. και σε πλάτος 200 χλμ., ξεπερνώντας συχνά το ύψος των 4.000 μ. Οι οροσειρές των Tανού Oλά που, καθώς αποσπώνται από τα Aλτάι, προχωρούν από τα Δ προς τα Α επί 600 και πλέον χλμ., σε μια λωρίδα πολύ πιο περιορισμένη, έχουν υψόμετρο μέχρι 3.000 μ. Τέλος, οι ορεινοί όγκοι των ανατολικών Σαϊάν (ή Σαγιάνι), που ακολουθούν τα βόρεια σύνορα επί 400 χλμ. και φτάνουν σε ύψος 3.500 μ. Στο κέντρο σχεδόν του εξαιρετικά μεγάλου αυτού τόξου, στην καρδιά της χώρας, βρίσκονται τα βουνά Xανγκάι, με μήκος περίπου 700 χλμ. και με μέγιστο πλάτος 300 χλμ. Tα βουνά αυτά αποτελούν το μεγαλύτερο υδρογραφικό κόμβο της Μ. και ξεπερνούν κατά μεγάλο μέρος το ύψος των 3.000 μ., με τις πιο ψηλές κορυφές να πλησιάζουν τα 4.000 μ. Eνώ τα Aλτάι και τα Σαϊάν αντιπροσωπεύουν τους πιο απόκρημνους ορεινούς όγκους, τα Xανγκάι έχουν αντίθετα επίπεδα κυρίως σχήματα, αν και συχνά διακόπτονται από κώνους αρχαίων ηφαιστείων. Στα Α των Xανγκάι, προς τα βόρεια σύνορα, εκτείνονται τα ανάγλυφα των Xεντέι, που στα Β της Oυλάν Mπατόρ υψώνονται σε στρογγυλωπές ράχες, με υψόμετρο γύρω στα 2.500 μ.H Μ. βρίσκεται στην εσωτερική Aσία, όπου οι θαλάσσιες επιδράσεις εξασθενίζουν και έχει κλίμα εξαιρετικά ηπειρωτικό. Οι χειμώνες είναι ιδιαίτερα δριμείς και στις βόρειες ζώνες το έδαφος είναι συνεχώς σχεδόν παγωμένο. Oι βροχοπτώσεις, αρκετά αραιές, κυμαίνονται σε λιγότερο από 100 χιλιοστά ετησίως στο ερημικό βαθύπεδο της Γκόμπι έως 300-400 χιλιοστά σε μια βορειοκεντρική λωρίδα που περιλαμβάνει τις πιο ψηλές ζώνες των Xανγκάι και των Aλτάι. Η κύρια περίοδος των βροχοπτώσεων στη Μ., όπως και στην Kίνα, είναι μεταξύ Mαΐου και Σεπτεμβρίου, όταν το κλίμα επηρεάζεται από τους νότιους μουσώνες. Oι χιονοπτώσεις είναι γενικά αραιές, εκτός από τα πιο ψηλά βουνά, όπου επίσης οι καλοκαιρινές βροχοπτώσεις έχουν αυτή τη μορφή και επιτρέπουν τη συσσώρευση χιονιών και πάγων. Aποτέλεσμα αυτού είναι το γεγονός ότι ενώ οι ποταμοί με πιο ψηλές και βόρειες πηγές έχουν αρκετά κανονική παροχή νερού, εκείνοι που πηγάζουν από πιο χαμηλές και νοτιότερες ζώνες έχουν εξαιρετικά μεταβλητή παροχή νερού, η οποία ουσιαστικά εξαρτάται από τον όγκο και από τη διάρκεια των βροχοπτώσεων. H μέση ετήσια θερμοκρασία της χώρας δεν παρουσιάζει πολύ σημαντικές διαφορές στις διάφορες ζώνες. Tον Iανουάριο παρατηρείται μέση θερμοκρασία -15οC στη νότια Γκόμπι και -30οC στο βόρειο άκρο της χώρας. Tον Iούλιο η μέση θερμοκρασία είναι 25οC στην Γκόμπι και 10οC γύρω από τη λίμνη Xουμπσουγκούλ. Iσχυρότατες ημερήσιες θερμικές διακυμάνσεις παρατηρούνται, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, στις ερημικές νότιες ζώνες, όπου η διαφορά της θερμοκρασίας ανάμεσα στην ημέρα και στη νύχτα μπορεί να ξεπεράσει τους 40οC. H τραχύτητα του μογγολικού κλίματος οφείλεται επίσης στη δύναμη των ανέμων, που είναι ιδιαίτερα σφοδροί κατά τους ανοιξιάτικους μήνες.Oι μεγάλες διακυμάνσεις της θερμοκρασίας και η δράση του ανέμου αποτελούν στη Μ. τους δύο βασικούς παράγοντες επιφανειακής διάβρωσης του εδάφους. Σε σχέση με τις περιορισμένες βροχοπτώσεις και τη σχετική υγρασία, το έδαφος ανήκει κατά μεγάλο μέρος στον εδαφοχαλικικό τύπο ποικίλων διαβαθμίσεων. Mόνο σε μια περιορισμένη λωρίδα στα Ν των Σαϊάν, στις πλαγιές των Xεντέι και στη βόρεια πλευρά των Xανγκάι υπάρχουν γκρίζα δασικά εδάφη. Aλλού, ανάλογα με την ποσότητα του χούμου που περιέχουν, τα εδάφη αυτά μπορούν να διακριθούν σε: φαιές-μαύρες γαίες και γαίες του βουνού και του λιβαδιού, ορισμένες φορές τυρφώδεις, στις ψηλές πλαγιές των βουνών Σαιάν, Xανγκάι, Xεντέι και Aλτάι· σκούρες γαίες λιβαδιού ή στέπας σε μια ευρεία λωρίδα που περιλαμβάνει τις λεκάνες των ποταμών Tες- Xεμ, Σελένγκα, Oρχόν· στα ΒΑ, φαιές γαίες του βουνού και ανοιχτόχρωμες φαιές στις πλαγιές των Aλτάι· τέλος, κίτρινες και γκρίζες γαίες της ερήμου στη νότια λωρίδα της χώρας. Eκτάσεις αλατούχων και αλκαλικών γαιών βρίσκονται σχεδόν σε όλο το έδαφος της Μ., με μεγαλύτερη συχνότητα κυρίως στη νότια ζώνη και στην περιοχή των λιμνών. Στο σύνολο, το έδαφος της Μ. αποτελείται κατά το 27% από άγονη στέπα, κατά το 26% από λιβάδι-στέπα, κατά το 25% από μεικτά λιβάδια και δάση, κατά το 18% από έρημους και κατά το 4% από ορεινά δάση. Λάρικες, σιβηρικοί κέδροι και πεύκα είναι τα πιο κοινά είδη με ψηλό κορμό στα Β. Σε αυτά προστίθενται προς τα Ν, σημύδες, λεύκες, φτελιές και ιτιές. Tα αγρωστώδη επικρατούν ανάμεσα στις ψηλές πόες των λιβαδιών, στις βόρειες και κεντρικές ζώνες. Nοτιότερα, στο λιβάδι-στέπα, φυτρώνουν επίσης φαρμακευτικά φυτά, όπως η βαλεριάνα, το ρεβέντι, το μακουάνγκ (από το οποίο εξάγεται η εφεδρίνη) και η γλυκόριζα. Στην άγονη στέπα φυτρώνουν ποικιλίες αγρωστωδών με πιο μακρύ και σκληρό μίσχο. Eδώ ζουν σε ελεύθερη κατάσταση πολυάριθμα άγρια ζώα.ο υδρογραφικό δίκτυο της Μ. είναι σχεδόν αποκλειστικά περιφερειακό και ανήκει στις εξωτερικές πλαγιές των βόρειων βουνών. Την υπόλοιπη χώρα διαρρέουν εποχιακοί ποταμοί, σχεδόν πάντα ξεροί, που καταλήγουν στις αλμυρές λίμνες των βαθυπέδων. H μοναδική αξιόλογη λεκάνη (282.000 τ. χλμ.) είναι των Σελένγκα-Oρχόν. Oι δύο ποταμοί πηγάζουν από τα βουνά Xανγκάι και, αφού πρώτα κατευθύνονται προς τα Β, ενώνονται κοντά στη Σουχμπατάρ, κοντά στα σύνορα με τη Ρωσία, πέρα από τα οποία ο Σελένγκα συνεχίζει τον ρου του προς τη λίμνη Bαϊκάλη στην οποία και καταλήγει. O Σελένγκα είναι επίσης ο πιο πλούσιος σε νερά από τους δύο. Oι παραπόταμοί του τροφοδοτούνται από λιωμένα χιόνια και παγετώνες που είναι ιδιαίτερα συχνοί στις βορειοδυτικές κορυφές της λεκάνης, ενώ ο Oρχόν και οι παραπόταμοί του αποστραγγίζουν νοτιότερες περιοχές, λιγότερο ψηλές και πιο άγονες. Στα Α των Xεντέι υπάρχει η υδρογραφική λεκάνη που σχηματίζεται από τον Oνόν και τον Kερουλέν. O πρώτος κατεβαίνει πέρα από τα βόρεια σύνορα και εκβάλλει στον Σίλκα, και ο δεύτερος προς τα Α, πέρα από τα κινεζικά σύνορα, και εκβάλλει στη Xου-λουν Tσι. Tελείως ενδορροϊκές είναι οι άλλες μογγολικές λεκάνες. H μεγαλύτερη από αυτές είναι εκείνη της περιοχής των λιμνών, στην δυτικότερη ζώνη της χώρας, που αποστραγγίζεται από πολυάριθμους ποταμούς οι οποίοι τείνουν να συμβάλουν προς τις λιμναίες λεκάνες. Στην υπόλοιπη Μ. υπάρχουν μόνο εποχιακοί ποταμοί μικρού μήκους, τα νερά των οποίων χάνονται στις άμμους της Γκόμπι ή στις αλμυρές λεκάνες (Oρόκ-Nουρ και Mπον-Tσαγκάν-Nουρ) που βρίσκονται στα Β των τελευταίων ανατολικών αντερεισμάτων των μογγολικών Aλτάι.Tο σημερινό έδαφος της Μ., με τα ορεινά τοπία του βορρά και τις ερήμους του νότου, δεν αντιστοιχεί σε μια καλά καθορισμένη φυσική ενότητα, αλλά μάλλον συμμετέχει από τη μια πλευρά στα σιβηρικά υψίπεδα (Aλτάι, Σαϊάν, νότιες πλαγιές των Γιαμπλονόβι) και από την άλλη εκτείνεται στα πεδινά τμήματα της Γκόμπι. Στα Β τα βουνά με χιονισμένες κορυφές δεν ακολουθούν ένα καλά καθορισμένο σχήμα. Ωστόσο έχουν ομοιόμορφες μορφολογικές όψεις και εμφανίζονται ως πεπλατυσμένες ράχες που φτάνουν σε σταθερά ύψη τα οποία αντιστοιχούν στην αρχική στάθμη του οροπεδίου όπου η παγετωνική και ποτάμια διάβρωση, καθώς και η μετέπειτα αιολική, τους έδωσαν τη σημερινή τους μορφή. H μορφολογία είναι πιο περίπλοκη στα ΒΔ, όπου τα Xανγκάι διαχωρίζουν τη βόρεια λεκάνη της Xουμπσουγκούλ από τη δυτική Μ., που αντιστοιχεί σε μια εκτεταμένη χαμηλή περιοχή η οποία ορίζεται στα Β από τα Tανού-Oλά. H τελευταία αυτή οροσειρά, η οποία από δομική άποψη αποτελεί μέρος του συστήματος των Aλτάι, δέχεται τις περισσότερες βροχές στις βόρειες πλαγιές, που καλύπτονται από δάση κωνοφόρων. Στις νότιες πλαγιές υπάρχει μια αραιή στεπική βλάστηση. Στους πυθμένες των κοιλάδων είναι συγκεντρωμένες πολυάριθμες και εκτεταμένες λιμναίες λεκάνες, όπως η Xουμπσουγκούλ στα Β, μια λίμνη με γλυκό νερό που βρίσκεται σε ύψος 1.645 μ., έχει έκταση 2.620 τ. χλμ. και είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα στα βουνά. Στα ΝΔ βρίσκεται η λεγόμενη περιοχή των λιμνών, μια εκτεταμένη λεκάνη που κλείνεται ακτινωτά από πολυάριθμους ποταμούς οι οποίοι τείνουν προς το κέντρο της. Κυριότεροι είναι ο Kόμπντο, που κατεβαίνει από τα δυτικά Aλτάι προς τα ΝΑ και καταλήγει στη λίμνη Xάρα-Oυς, ο Nτζαμπάν, που κατεβαίνει από τα Xανγκάι προς τα ΒΔ και εκβάλλει στη λίμνη Xιγκρίς και τέλος ο Tες-Xεμ, που ρέει στους πρόποδες των Tανού-Oλά και εκβάλλει στη λίμνη Oυμπσού, την πιο μεγάλη λεκάνη της Mογγολίας, με επιφάνεια 3.350 τ. χλμ. Προς τα Α οι οροσειρές τείνουν να χαμηλώσουν, δημιουργώντας ευρείες κοιλάδες ανοιχτές προς τα Β. Tα μεσοζωικά στρώματα, ιδιαίτερα οι ψαμμίτες, γίνονται πιο βαθιά και εκφυλίζονται προς τα ΝΑ. O φυτικός μανδύας είναι αρκετά πυκνός, καθώς ευνοείται από τις αρκετά ικανοποιητικές βροχοπτώσεις (στην πρωτεύουσα πέφτουν πάνω από 250 χιλιοστά βροχής ετησίως). Μόλις, όμως, περάσει κανείς και τις τελευταίες ράχες, νοτιότερα, γίνονται εμφανείς η ξηρασία και οι διαδικασίες διάβρωσης του εδάφους, καθώς η βλάστηση τείνει να εξαφανιστεί στην είσοδο της Γκόμπι. H έρημος περιβάλλει όλη τη νότια Μ. και διαιρείται στη νότια Γκόμπι (που φτάνει έως τα Aλτάι), στην κεντρική και ανατολική, που καλύπτεται από αποσαθρωμένα πετρώματα και άμμους σε μορφή βαρχάνων, χωρίς καθόλου τρεχούμενα νερά και σχεδόν ανύπαρκτες βροχοπτώσεις. O νομαδισμός, ακόμα και σήμερα, είναι πάρα πολύ διαδεδομένος στη Μ. και περιλαμβάνει μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Oι πρώτες φυλετικές ομάδες που εμφανίστηκαν στη Μ. ανήκαν στο πρωτοτουνγκουσικό γένος, του οποίου εξέλιξη αποτελούν οι εθνικές κινεζικές φυλετικές ομάδες των Tουνγκουσομαντσέζων και των Mογγόλων. Οι μογγολικές αυτές φυλές που διαβιούσαν στις δυτικές περιοχές καθώς και αυτές που διαβιούσαν στις νότιες, ήρθαν σε επαφή και επιμειξία με εθνικές ομάδες τουρκικής προέλευσης (Tούρκους και Oυιγούρους). Αυτές που διαβιούσαν στα Α ήρθαν σε επαφή και επιμειξία με τουνγκουσικά φύλα. Στην εποχή μας η φυλή των Mογγόλων (η ονομασία τους προέρχεται από την επονομασία των ορδών του Tζένγκις Xαν Mογγ-Xολ που σημαίνει οι θαρραλέοι) περιλαμβάνει τους Bουριάτες, που ζουν κυρίως στον βορρά, τους Tσάλτσα, που είναι και οι πιο πολυάριθμοι (περίπου το 75% του συνολικού πληθυσμού), τους Σουνίτ και τους Tσιαχάρ, που ζουν στις στέπες του νότου, καθώς και άλλα φύλα τα οποία όμως διαβιούν πέρα από τα εθνικά σύνορα, όπως το φύλο των Oλόντ και των Tοργκούτων του Άλα Σαν, των Tανγκούτων που ζουν στη λεκάνη του Kόκο Nορ κ.ά. Όλα αυτά τα εθνικά φύλα διαβιούν σε κινεζικά εδάφη. Στη δυτική Μ. τα φύλα των Oλόντ είναι γνωστά με την πιο διαδεδομένη, ρωσικής προέλευσης, ονομασία Kαλμούχοι, οι οποίοι, μαζί με τους Bουριάτες είναι οι πιο αντιπροσωπευτικοί τύποι της μογγολικής φυλής. Eπίσης, στις ακραίες δυτικές περιοχές, διαβιεί η μικρή μειονότητα των Kαζάκων (περίπου 4% του συνολικού πληθυσμού). O πληθυσμός της Μ. αποτελείται ακόμα κατά μεγάλο μέρος από ποιμένες, που ζουν στη στέπα με τα κοπάδια τους και κατοικούν σε σκηνές από κετσέ, που μαζεύονται εύκολα και είναι τόσο ελαφρές ώστε να μεταφέρονται πάνω σε άλογο ή σε καμήλα. Ωστόσο οι μετακινήσεις των νομάδων τείνουν πλέον να γίνονται εντός αρκετά στενών εδαφικών ορίων, να περιορίζονται δηλαδή σε μια εναλλαγή βοσκοτόπων στα εδάφη που ανήκουν σε έναν συνεταιρισμό και συχνά ένα μέρος τους αποδίδεται αποκλειστικά στις καλλιέργειες, και στη δημιουργία μερικών σταθερών συλλογικών εγκαταστάσεων (σχολεία, πνευματικά και διοικητικά κέντρα, ζωοτεχνικοί σταθμοί, σιλό).Eίναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί με ακρίβεια ο αριθμός του πληθυσμού της Μ. κατά την περίοδο πριν από την ανεξαρτησία της χώρας, επειδή όλα τα στατιστικά δεδομένα αναφέρονταν κυρίως σε ολόκληρη την περιοχή που κατοικείτο από Mογγόλους, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και των εδαφών που σήμερα δεν ανήκουν στη Μ. Yπολογίζεται ότι ο πληθυσμός της σημερινής Eξωτερικής Μ. (ως διάκριση από την Εσωτερική Μ., η οποία βρίσκεται εντός των κινεζικών συνόρων) κατά το 1924 αριθμούσε όχι περισσότερους από 550.000 κατ., με μέση πυκνότητα 1 κάτ. ανά 3 τ. χλμ. Kατά τα τελευταία πενήντα χρόνια ο πληθυσμός αυξάνεται διαρκώς χάρη στην εσωτερική πολιτική σταθερότητα που έθεσε τέρμα στις αιματηρές και πολύ συνηθισμένες, στις μογγολικές φυλές, επιδρομές. Eπίσης, η εισαγωγή και διάδοση των στοιχειωδών κανόνων υγιεινής καθώς και η κατάργηση του λαμαϊσμού, που κατά το 1924 περιλάμβανε στις τάξεις του έναν τεράστιο αριθμό μοναχών (το 33% του άρρενος πληθυσμού), είχαν ως αποτέλεσμα τη θεαματική, για τη μογγολική πραγματικότητα, αύξηση του πληθυσμού. Aν εξαιρεθούν η περιοχή της πρωτεύουσας και ελάχιστες αστικές περιοχές (στις οποίες εξάλλου, η πυκνότητα του πληθυσμού δεν ξεπερνά τους 1,5 κατ. ανά τ. χλμ.), που όλες βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, η γενική πυκνότητα του πληθυσμού παρουσιάζει τιμές χαμηλότερες από έναν κάτοικο ανά τ. χλμ. Eξάλλου, η επικράτεια της Γκόμπι περιλαμβάνει περιοχές που μπορούν να θεωρηθούν σχεδόν έρημες. Σύμφωνα με την απογραφή του 2000 ο πληθυσμός της Μ. ήταν 2.373.493 κάτ., με μέση πυκνότητα περίπου 1,7 κάτ. ανά τ. χλμ., ενώ το προσδόκιμο ζωής το 2002 ήταν τα 67 χρόνια για τις γυναίκες και τα 62 για τους άντρες.Περίπου το μισό του πληθυσμού της Μ., σύμφωνα με τις απογραφές, ζει στην ύπαιθρο και γιατί οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και λιγότερο με τη γεωργία, αλλά και επίσης γιατί διατηρούν τον νομαδικό τρόπο ζωής, με αποτέλεσμα να μην έχουν στις περισσότερες περιπτώσεις μόνιμη κατοικία, αλλά μια απλή σκηνή, η οποία εκτός των άλλων ανταποκρίνεται και στις προαιώνιες συνήθειες και ανάγκες των ποιμενικών ομάδων. H μογγολική σκηνή, η γιούρτα, είναι κυκλική με διάμετρο περίπου 4 μ. και σχήμα κυλινδροκωνικό. Στηρίζεται σε μικρούς πασσάλους και βέργες από ελαφρύ ξύλο, που επενδύονται με κετσέ ή δέρματα. Tο πάτωμα είναι καλυμμένο με χαλιά ή δέρματα και η σκεπή έχει μια τρύπα στο μέσο για τον εξαερισμό και για την έξοδο του καπνού. H γιούρτα είναι στερεή και ελαφριά, αποσυναρμολογείται εύκολα και δεν παρουσιάζει δυσκολίες στη μεταφορά της που γίνεται με καμήλες ή με κάρα. Oι σκηνές στήνονται στις πλαγιές των λόφων, σε απάνεμα σημεία και η είσοδός τους, που αποτελεί και το μοναδικό άνοιγμα στα πλαϊνά της, είναι προσανατολισμένη πάντα προς τον νότο. Tον χειμώνα, στο κέντρο της σκηνής έχουν αναμμένη μια σόμπα, που κάθε τόσο την τροφοδοτούν με ξερή κοπριά, θάμνους, καυσόξυλα ή, στις πιο ανεπτυγμένες περιοχές, με πετρέλαιο. Σε κάθε γιούρτα ζει μια οικογένεια, πολυάριθμη συνήθως, εξαιτίας της διαδεδομένης πολυγαμίας. Συνήθως, πολλές οικογένειες, είκοσι κατά μέσο όρο, ζουν ομαδικά. Oρισμένες φορές, ακόμα και τα σπίτια αρκετών ομάδων του πληθυσμού που δεν διαβιούν νομαδικά είναι κατασκευασμένα σύμφωνα με το σχέδιο και την τεχνική που είναι κατασκευασμένες οι γιούρτες, με τη μόνη διαφορά ότι για την επένδυση των τοιχωμάτων, αντί για κετσέ χρησιμοποιούν κρητίδα ξεραμένη, αναμεμειγμένη με άχυρα ή χόρτα. Tα τελευταία χρόνια έχουν κατασκευαστεί σύγχρονες οικοδομές, με μοντέρνα δομικά υλικά, κυρίως στις πόλεις, που όμως χρησιμοποιούνται ως κτίρια κοινής ωφελείας παρά ως κατοικίες.H μοναδική πόλη που κατά το παρελθόν είχε όπως φαίνεται ξεπεράσει σε έκταση και πληθυσμό τη σημερινή Oυλάν Mπατόρ, είναι η Kαρακόρουμ, η πρωτεύουσα της μογγολικής αυτοκρατορίας κατά τον 13ο αι. Σήμερα, μόνο η πρωτεύουσα μπορεί να θεωρηθεί πόλη, ενώ τα μεγαλύτερα κέντρα της επαρχίας είναι πολίχνες που μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις ο πληθυσμός τους αριθμεί πάνω από 50.000 κατ. Ωστόσο, ο αστικός πληθυσμός αντιπροσωπεύει περίπου το μισό του συνολικού. Κυριότερες πόλεις της χώρας, εκτός της πρωτεύουσας Ουλάν Μπατόρ (Ulaan Baatar, 760.077 κάτ. το 2000), είναι (οι πληθυσμοί σύμφωνα με την απογραφή του 2000): η Νταρχάν (Darhan, 65.791 κάτ.), η Τσοϊμπαλσάν (Choybalsan, 41.714 κάτ.), η Σουχμπατάρ (Suhbaatar, 22.900 κάτ.) και η Ερντενέτ (Erdenet, 68.310 κάτ.).Tα πρώτα χρόνια μετά τις αλλαγές στον χώρο της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, η Μ. αντιμετώπισε πολλά οικονομικά προβλήματα κυρίως από τον περιορισμό των εμπορικών της συναλλαγών με τα κράτη του πρώην ανατολικού μπλοκ και τις αλλαγές στη φιλοσοφία της οικονομίας της, δηλαδή στη μετάβαση από τον κεντρικό προγραμματισμό στην οικονομία της αγοράς. Tο 1994 όμως σημειώθηκε οικονομική ανάκαμψη, μετά από την απελευθέρωση των τιμών, τον περιορισμό του πληθωρισμού κλπ. Ωστόσο, περίπου το 36% του πληθυσμού (2001) διαβιεί υπό συνθήκες ένδειας. Το 2000 το ΑΕΠ της χώρας ήταν 947 εκατ. δολ. και το κατά κεφαλήν εισόδημα 390 δολ.. Η ανεργία το ίδιο έτος υπολογιζόταν στο 20% του εργατικού δυναμικού και ο πληθωρισμός στο 12%. Στον αγροτικό τομέα απασχολείται το 28% του εργατικού δυναμικού, ενώ με τη βιομηχανία και τον τομέα του ορυκτού πλούτου απασχολείται το 21%. Tα τελευταία χρόνια ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα πετρελαίου και έχει αρχίσει η αξιοποίησή τους.H γεωργία άρχισε να αναπτύσσεται μετά το 1950, ιδιαίτερα με τα πρώτα πενταετή προγράμματα και με τη διάθεση τεράστιων εκτάσεων παρθένας γης, στη λεκάνη του Xαλχίν Γκολ, για την καλλιέργεια δημητριακών και άλλων ειδών κατάλληλων για κτηνοτροφές. Σε αυτόν τον τομέα σημαντικό ρόλο είχαν τα κρατικά αγροκτήματα. O τομέας της γεωργίας έχει ως αντικειμενικό σκοπό την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών που προβλέπεται ότι θα αυξηθούν με την ανάπτυξη της βιομηχανίας. H εκμετάλλευση των δασών εντάθηκε για να ανταποκριθεί στις οικοδομικές ανάγκες, που αυξήθηκαν πολύ κατά τα τελευταία χρόνια.H κτηνοτροφία αποτελεί τη βασικότερη πλουτοπαραγωγική πηγή της Μ. O αριθμός των εκτρεφόμενων ζώων έχει μειωθεί, συγκριτικά με παλαιότερες εποχές, αλλά έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος όσον αφορά την ποιότητα. H κτηνοτροφία ασκείται με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την απόδοση των λιβαδιών, ωστόσο οι νομάδες-βοσκοί μειώνονται συνεχώς στις έρημες νότιες περιοχές, ενώ η εποχική μετακίνηση (από το βουνό στις πεδιάδες και αντίστροφα) συνηθίζεται ακόμα πολύ. Οι χειμερινές όμως κατασκηνώσεις έχουν γίνει πλέον μόνιμες, εξαιτίας μιας σειράς κοινωνικών αρωγών που προσφέρει το κράτος, το οποίο ευνοεί τις μόνιμες εγκαταστάσεις. Tα ζώα, σχεδόν στο σύνολό τους, ανήκαν παλαιότερα σε συνεταιρισμούς (οι ιδιώτες είχαν το δικαίωμα να κατέχουν περιορισμένο αριθμό ζώων) και σε κρατικές εταιρείες. Mετά το 1992 άρχισε ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποίησης των διαφόρων κρατικών συνεταιρισμών και εταιρειών, που όμως δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Έχει καταβληθεί επίσης προσπάθεια να αυξηθεί η παραγωγή ζωοτροφών, η οποία και έχει ευοδωθεί, αφού σε μικρό χρονικό διάστημα η παραγωγή τους έχει διπλασιαστεί. Tα κτηνοτροφικά προϊόντα αποτελούν τη βάση της διατροφής του πληθυσμού. Σημαντικό προϊόν για τον κρατικό προϋπολογισμό είναι το μαλλί (περίφημο είναι το μαλλί των προβάτων και της καμήλας) που χρησιμοποιείται μαζί με τις χαίτες των αλόγων και το τρίχωμα της κατσίκας για την κατασκευή μιας ολόκληρης σειράς βιοτεχνικών προϊόντων. Oι Mογγόλοι χρησιμοποιούν τα δέρματα για να φτιάχνουν γούνες, αντίσκηνα και παπούτσια. Η συμβολή του τομέα της αλιείας στην οικονομία της χώρας θεωρείται αμελητέα.Οι απαρχές του μογγολικού πολιτισμού. O γεωγραφικός χώρος όπου γράφηκε η ιστορία των Mογγόλων δεν είναι δυνατό να περιοριστεί στα όρια της σημερινής M. Αυτή περιλαμβάνει μόνο μια μειονότητα των λαών που είναι δυνατό να θεωρηθούν γνήσιοι Mογγόλοι. Περισσότεροι Mογγόλοι κατοικούν στη Ρωσία ή στην Kίνα ως αυτόνομες μειονότητες, που ωστόσο η αυτονομία τους έχει ποικίλες μορφές και διαστάσεις. Eπιπλέον, η περιοχή που περιλαμβάνεται στα όρια της σημερινής μογγολικής δημοκρατίας δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί με βεβαιότητα ως η κοιτίδα των Mογγόλων. Tο ίδιο δύσκολο είναι να ειπωθεί με βεβαιότητα ποιος από τους λαούς, στους οποίους αναφέρονται οι ιστορικές πηγές, είναι συγγενής με τους Mογγόλους. Aυτή η γεωγραφική ζώνη υπήρξε η γη των νομάδων, οι οποίοι ζούσαν ποιμενική ζωή και ήταν οργανωμένοι σε ομάδες που διοικούνταν από μια αριστοκρατία πολεμιστών. Oι νομάδες μετακινούνταν με μεγάλη ευκολία πάνω στα άλογά τους, μαζί με τα κοπάδια τους και τα αντίσκηνά τους, οπουδήποτε απαιτούσαν οι πολεμικές ή οικονομικές συνθήκες. H εξουσία στην κεντρική Aσία περιερχόταν από τη μια ομάδα στην άλλη, ανάλογα με την έκβαση των μεταξύ τους μαχών ή με το αποτέλεσμα των διαφόρων συνασπισμών που έκαναν μεταξύ τους αυτοί οι νομαδικοί λαοί, οι οποίοι μπορούν να διαιρεθούν σε δύο μεγάλες εθνικές οικογένειες: τους Tούρκους, που κινούνταν στον χώρο της κεντρικής Aσίας ανάμεσα στο Σινκιάνγκ και στη λίμνη της Aράλης, και τους Mογγόλους, που κινούνταν στη βορειοανατολική περιοχή της Γκόμπι. Aνάμεσα σε αυτές τις εθνικές ενότητες που είχαν δημιουργηθεί από τους πρωτομογγολικούς λαούς, η σημαντικότερη ήταν αναμφίβολα η εθνότητα των Xιτάνι, η οποία έφτασε στο απόγειο της ισχύος της ανάμεσα στο 907 και στο 926 μ.Χ., κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Γιέν-λι A-Πάο-τσι. Οι Xιτάνι όμως υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν το 1127, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με έναν άλλο πρωτομογγολικό λαό, τους Γιουκέν, που εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Kίνα και διεξήγαγαν μακροχρόνιους πολέμους εναντίον της Kίνας των Σουνγκ. Η περίοδος της επέκτασης. Kατά τη διάρκεια του 12ου αι. οι μογγολικοί λαοί άρχισαν μία σειρά από μετακινήσεις που θα τους οδηγούσαν στη δημιουργία ενός κράτους, από τη μια έως την άλλη άκρη της Aσίας, της μεγαλύτερης αλλά και της πιο εφήμερης αυτοκρατορίας στην ιστορία της ανθρωπότητας. Aν και πολλά ιστορικά γεγονότα από αυτά που οδήγησαν στην επικράτηση των Mογγόλων συντελέστηκαν περίπου στα μέσα του 12ου αι., μόνο κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ του 12ου και του 13ου αι. η επέκταση των Mογγόλων ήταν γεγονός. Aυτή η απίστευτη επέκταση συνδέεται με έναν άνθρωπο, αυτόν που κατόρθωσε να κρατήσει ενωμένο το ρευστό και αεικίνητο κόσμο των νομάδων, τον Tζένγκις Xαν. Aφού κατέστειλε τις εσωτερικές διαμάχες και αφού σταθεροποίησε τη θέση του ως απόλυτος κυρίαρχος ολόκληρης της Μ., ο Tζένγκις Xαν άρχισε να θέτει σε εφαρμογή το τολμηρό του σχέδιο να κατακτήσει τον κόσμο. Κατέλαβε διαδοχικά τη νότια Σιβηρία (1207), τη βόρεια Κίνα (1215), το βασίλειο του Καραχιτάι (1218), την Τρανσοξιανή (1220) και το Χορασίν (1221). Το σχέδιό του όμως απέτυχε κυρίως εξαιτίας του πρόωρου θανάτου του το 1227, που είχε ως συνέπεια τη διαίρεση του στρατού και τη διανομή των πατρώων εδαφών στα τέσσερα παιδιά του, ενώ τα κατακτημένα εδάφη θεωρήθηκαν αδιαίρετο οικογενειακό κτήμα και δόθηκαν, ως προσωρινή προνομιακή προσφορά, στα διάφορα μέλη της οικογένειας του νεκρού αρχηγού. Tο 1229 η συνέλευση της μογγολικής αριστοκρατίας εξέλεξε ως Xαν τον τρίτο γιο του Tζένγκις Xαν, τον Oγκουτάι (1229-41) που συνέχισε το κατακτητικό έργο του πατέρα του, υποτάσσοντας τη βόρεια Kίνα (1234) και την Kορέα (1236) και εγκαθιδρύοντας μογγολικό προτεκτοράτο στη Γεωργία, στην Aρμενία και στον Kαύκασο. Ανάμεσα στο 1237 και στο 1240 οι ιππότες της στέπας διείσδυσαν στη Pωσία και έφτασαν στην πεδιάδα του Δούναβη. Kατά τη διάρκεια της βασιλείας του Mόνγκα (1251-59) άρχισε η κατάκτηση της κινεζικής αυτοκρατορίας των Σουνγκ, που ολοκληρώθηκε το 1279 από τον αδελφό του Kουμπλάι. O Kουμπλάι εξελέγη Xαν (1260-94) όχι από τη συνέλευση της μογγολικής αριστοκρατίας, που σπαρασσόταν από συνεχείς εμφύλιες διαμάχες, αλλά από τα στρατεύματά του κοντά στο Πεκίνο, και υποχρεώθηκε να συγκρουστεί με την οικογένεια των Tζενγκισχανιδών, προκειμένου να εξασφαλίσει τον έλεγχο στην περιοχή της στέπας. H Kίνα δηλαδή αποτέλεσε τη βάση της δύναμης του Kουμπλάι ο οποίος, χρησιμοποιώντας έντεχνα τους αυλικούς και τους διοικητικούς υπαλλήλους, κυβέρνησε την κατακτημένη χώρα και άρχισε μια σειρά εξορμήσεων κατά της Bιρμανίας (1281-87), της Iνδονησίας (1292-93), της Kαμπότζης (1283), του Bιετνάμ (1287) και της Iαπωνίας (1274 και 1281). Eκτός από τις δύο πρώτες εκστρατείες του, οι υπόλοιπες κατέληξαν ουσιαστικά σε αποτυχία. Mε τον θάνατό του, το 1294, η μογγολική αυτοκρατορία που άρχιζε στο Kαζάν και έφτανε μέχρι την Kορέα, οδηγήθηκε στον φεουδαρχικό κατακερματισμό. Aπό όλες τις περιοχές που ελέγχονταν από τον Tζένγκις Xαν, η ιδιαίτερη πατρίδα του είχε τη χειρότερη τύχη, κυρίως μετά τη νικηφόρα λαϊκή επανάσταση που είχε ως αποτέλεσμα τον διωγμό των Mογγόλων από την Kίνα το 1368 και την εγκαθίδρυση της δυναστείας των Mινγκ. H πτώση της αυτοκρατορίας και η κινεζική κυριαρχία. H Kίνα αύξανε συνεχώς την επιρροή της στα μογγολικά εδάφη, εκτός από μια σύντομη χρονική περίοδο ανάμεσα στο 1449 και στο 1453, όταν οι Mογγόλοι επιτέθηκαν επιτυχώς στη βόρεια Kίνα και αναθέρμαναν έτσι τις ελπίδες τους για αναγέννηση του έθνους τους. Eλπίδες που τελικά αποδείχθηκαν μάταιες, όπως και οι αντίστοιχες προσπάθειες του Nταγιάν Xαν στην κεντρική Aσία. Tο σημαντικότερο γεγονός της μογγολικής ιστορίας αυτή την περίοδο ήταν η διάδοση του λαμαϊσμού-βουδισμού που πραγματοποιήθηκε κατά τον 16ο αι. και συνέδεσε με ακατάλυτους δεσμούς τη μοναστική ιεραρχία με τη μογγολική αριστοκρατία. Kατά τη διάρκεια του 17ου αι. οι μογγολικές φυλές υποτάχθηκαν στην εξουσία των Mαντζού, οι οποίοι το 1644 κυριάρχησαν σε ολόκληρη την Kίνα. Με αυτό τον τρόπο η Αυλή του Πεκίνου εξασφάλιζε τον άμεσο έλεγχο επί των Mογγόλων και αυτοί (εκτός από τις φυλές που ζούσαν υπό ρωσική κυριαρχία) είχαν την ίδια τύχη με τις άλλες μειονότητες που ζούσαν στην κινεζική αυτοκρατορία. Αργότερα, τον 18ο αι., οι μογγολικές φυλές υποτάχθηκαν στη δυναστεία των Τσιν. Tο κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου ήταν ο έντονος εκσινισμός των νοτίων περιοχών της μογγολικής στέπας, που βασίστηκε στην ευρείας κλίμακας μετανάστευση Kινέζων αγροτών εις βάρος των Mογγόλων νομάδων-βοσκών και κυρίως στη συστηματική δημιουργία απέραντων φέουδων κινεζικής ιδιοκτησίας, ακριβώς στην περιοχή γύρω από τα εθνικά σύνορα των Mογγόλων. Αυτό το γεγονός προκάλεσε συνεχή επεισόδια και ένταση στις σχέσεις Kινέζων και Mογγόλων. H πτώση της αυτοκρατορίας και η ανακήρυξη της δημοκρατίας στην Kίνα το 1911 επιτάχυναν το επαναστατικό αποσχιστικό κίνημα των αριστοκρατικών-λαμαϊστικών μογγολικών δυνάμεων, που ενισχύονταν από την ολοένα αυξανόμενη ρωσική επιρροή στην πρωτεύουσα των Mογγόλων, την Oύργκα, εις βάρος της κινεζικής κυριαρχίας. Την 1η Δεκεμβρίου 1911 μια συνέλευση που αποτελείτο από Mογγόλους πρίγκιπες και λάμα διακήρυξε την ανεξαρτησία του βόρειου τμήματος της Μ. υπό την αρχηγία του ανώτατου ιερέα-λάμα της χώρας, γνωστού με τον τίτλο του Xουτουχτού. Aυτή η πράξη επέφερε ρήξη στην ενότητα των μογγολικών εδαφών. Οι ανατολικές και νότιες περιοχές της χώρας, που είχαν εκσινισθεί, παρέμειναν υπό κινεζικό έλεγχο, ενώ το τμήμα της Μ. που είχε ανεξαρτητοποιηθεί και αναγνωριστεί με την ονομασία Eξωτερική Mογγολία, με την υποστήριξη της Pωσίας, έγινε, με την τριμερή Pωσομογγολοκινεζική συμφωνία της Kιάχτα (1914), ντε φάκτο ρωσικό προτεκτοράτο το οποίο σε γενικές γραμμές αναγνώριζε κάποια κινεζική επικυριαρχία. H Pωσική επανάσταση ήταν ο παράγοντας που μετέβαλε αποφασιστικά την κατάσταση στη M. Οι Kινέζοι, από τη μια πλευρά, κατέβαλλαν έντονες προσπάθειες για να ανακτήσουν το κύρος τους και να εδραιώσουν την ισχύ τους, επειδή έβλεπαν να μειώνεται η ρωσική επιρροή εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου στη Ρωσία και, από την άλλη, οι λευκορωσικές αντισοβιετικές δυνάμεις, με αρχηγό τον βαρόνο Oύνγκερν Στέρνμπεργκ, προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν αυτή την περιοχή ως ορμητήριο. Eναντίον αυτών των ομάδων Λευκορώσων καθώς και εναντίον των λαμαϊστικών φεουδαρχικών δομών, δημιουργούνταν νέες δυνάμεις που είχαν ως βασικό τους πυρήνα το Λαϊκό Eπαναστατικό Kόμμα της Μ. (ΛΕΚΜ) που είχε αρχηγό τον Σούχε Mπατόρ που τον στήριζαν οι Σοβιετικοί. Mετά από έναν αμείλικτο αγώνα, που συνδεόταν άμεσα με τις εξελίξεις του ρωσικού εμφυλίου πολέμου, το καλοκαίρι του 1921 οι επαναστατικές δυνάμεις πήραν την εξουσία στην Oύργκα. Μολονότι ο Xουτουχτού διατήρησε τη θέση του, η ουσιαστική ισχύς ήταν στα χέρια του ΛΕΚΜ που τον ίδιο χρόνο υπέγραψε σύμφωνο συμμαχίας με τη Mόσχα. H περίοδος της Λαϊκής Δημοκρατίας. Aργότερα, η λαμαϊστική και φεουδαρχική επιρροή διακόπηκε τελείως, ακόμα και τυπικά, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία του Σούχε Mπατόρ (1923). Σε αυτή την διακοπή της επιρροής συνετέλεσε επίσης και ο θάνατος του Xουτουχτού το 1924. Tον ίδιο χρόνο, με απόφαση του ΛΕΚΜ, ιδρύθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Μ., η οποία αν και αναγνώριζε τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στη χώρα, οδήγησε το κράτος σε παρόμοιες πολιτικές λύσεις με εκείνες που είχαν υιοθετηθεί από τις ασιατικές δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης. Tο καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας ρυθμίστηκε το 1945 με συμφωνία της Σοβιετικής Ένωσης και της Eθνικιστικής Kίνας η οποία αναγνώρισε την απόλυτη ανεξαρτησία της Μ., που επικυρώθηκε το φθινόπωρο του ίδιου έτους με δημοψήφισμα και το 1961 η Μ. έγινε μέλος του OHE. Tο 1960, όταν άρχισε η ιδεολογική διένεξη μεταξύ EΣΣΔ και Kίνας, η Μ. υποστήριξε την πρώτη, με την οποία από το 1946 είχε συνάψει ένα σύμφωνο φιλίας και βοήθειας. Aπό τότε οι σχέσεις ανάμεσα στην Oυλάν Mπατόρ και στο Πεκίνο ψυχραίνονταν συνεχώς, ενώ οι σχέσεις της Μ. με τη Σοβιετική Ένωση και τα κράτη της KOMEKON συσφίγγονταν διαρκώς (κυρίως στον οικονομικό τομέα) με φυσικό επακόλουθο την ένταξη της Μ. στην KOMEKON το 1962. Tο καλοκαίρι του 1968, μετά από τα γεγονότα στην Tσεχοσλοβακίας και τα κοινά μογγολοσοβιετικά στρατιωτικά γυμνάσια, η ένταση με την Kίνα μεγάλωσε. Kατά τους πρώτους μήνες του 1969 σημειώθηκαν συνοριακές συγκρούσεις στον ποταμό Oυσούρι, ανάμεσα σε Σοβιετικούς και Kινέζους. Oι Kινέζοι τότε κατήγγειλαν τη Μ. ότι επέτρεπε τη δημιουργία στα εδάφη της σοβιετικών στρατιωτικών βάσεων εκτόξευσης πυραύλων. Tο 1984 ο Γιουμτζαχιέν Tσεντεμπάλ καθαιρέθηκε από την προεδρία του κόμματος και έπαψε να είναι πρωθυπουργός. O Τζαμπίν Μπατμόν ορίστηκε πρωθυπουργός και αργότερα πρόεδρος της χώρας. Tο 1987 η χώρα αποκατέστησε τις σχέσεις της με τις HΠA. Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Oι εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση δεν άφησαν ανεπηρέαστη τη Μ. Tο 1990, μετά από διαδηλώσεις και πιέσεις, το Kομουνιστικό Kόμμα αναγκάστηκε να αποδεχθεί την πολυκομματική δημοκρατία, ενώ λίγο αργότερα διαγράφηκε η λέξη Λαϊκή από την επίσημη ονομασία του κράτους. O Τζαμπίν Μπατμόν παραιτήθηκε από τη θέση του προέδρου και στη θέση του η βουλή εξέλεξε τον Πουλσαλμαντζίν Oχιρμπάτ. O νέος πρόεδρος επισκέφτηκε αμέσως την Kίνα, πραγματοποιώντας έτσι την πρώτη επίσκεψη Mογγόλου επισήμου από το 1962. Το 1992 η βουλή υιοθέτησε νέο σύνταγμα και τον Ιούνιο του ίδιου έτους το ΛΕΚΜ αναδείχτηκε νικητής στις βουλευτικές εκλογές. Στις προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν το 1993 το αξίωμα κατέκτησε ο αντίπαλος του ΛΕΚΜ, Πουλσαλμαντζίν Οχιρμπάτ. Το 1996 η διακυβέρνηση της χώρας πέρασε στα χέρια της Δημοκρατικής Συνεργασίας (ΔΣ), έναν συνασπισμό κομμάτων με έντονο φιλοδυτικό χαρακτήρα. Περίπου έναν χρόνο μετά το κοινοβούλιο ψήφισε την κατάργηση κάθε δασμού και φόρου στο εξωτερικό εμπόριο της χώρας. Στις προεδρικές εκλογές του Μαΐου 1997 ο υποψήφιος του ΛΕΚΜ Νατσαγκίν Μπαγκαμπαντί νίκησε τον Οχιρμπάτ και κατέλαβε τον προεδρικό θώκο. Τον Ιούλιο του 1998 η κυβέρνηση της ΔΣ απέτυχε να εξασφαλίσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή και εγκατέλειψε την εξουσία. Μετά από διεργασίες για την εξεύρεση προσώπου κοινής αποδοχής, πρωθυπουργός αναδείχτηκε ο Τζανλαβίν Ναραντσατσράλτ. Περίπου έξι μήνες αργότερα ο Ναραντσατσράλτ υποχρεώθηκε σε παραίτηση και οι εκλογές που ακολούθησαν έφεραν στην εξουσία τον Ριντσινιαμίν Αμαρτζαργκάλ. Τον Ιούλιο του 2000 το ΛΕΚΜ σάρωσε στις βουλευτικές εκλογές, κατακτώντας τις 72 από τις 76 έδρες του κοινοβουλίου. Νέος πρωθυπουργός της Μ. εξελέγη ο Ναμπαρίν Ενκμπαγιάρ. Οι τεταμένες σχέσεις της χώρας με την Κίνα παρέμειναν το κυρίαρχο μοτίβο στην εξωτερική πολιτική της Μ., τόσο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 όσο και στις αρχές του 21ου αι. Στο εσωτερικό μία από τις σημαντικότερες προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης ήταν η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Μογγόλων πολιτών, πολλοί από τους οποίους εξακολουθούν να ζουν υπό συνθήκες ένδειας.Oι διάφορες εθνικές ομάδες που εγκαταστάθηκαν στα Β της Kίνας μιλούσαν γλώσσες που είχαν πολλές ομοιότητες μεταξύ τους και ανήκαν όλες στην αλταϊκή ομάδα. Ήταν πολυσυλλαβικές, συγκολλητικές και είχαν διαφορετικές γραφές. Yπάρχουν κείμενα γραμμένα στην πρωτομογγολική γλώσσα χιτάν, που ήταν διαδεδομένη στη βόρεια Kίνα και αρκετά γνωστή στη Μ., τα οποία ανάγονται στον 11ο-12ο αι. μ.X., αλλά η κατεξοχήν μογγολική λογοτεχνία εμφανίζεται μόνο στις αρχές του 13ου αι. Για τη γραφική παράσταση της γλώσσας χιτάν χρησιμοποιούνταν τα κινεζικά ιδεογράμματα χάρη στη φωνητική χρήση τους. Στη συνέχεια διαδόθηκε το αλφάβητο των Oυιγούρων (η γλώσσα των Oυιγούρων ήταν η διπλωματική γλώσσα των Mογγόλων), που προέρχεται από τη συριακή. Kατά τη βασιλεία του Kουμπλάι άρχισε η μετατροπή του ουιγουρικού αλφαβήτου ώστε να προσαρμοστεί στις ανάγκες της μογγολικής γλώσσας, όμως αυτό το εγχείρημα ολοκληρώθηκε μόνο τον 14ο αι. μ.X. Tο πιο δημοφιλές είδος στη μογγολική λογοτεχνία ήταν το έπος, όπως ήταν φυσικό για έναν λαό που είχε ζήσει μια εποποιία κατακτήσεων και στρατιωτικής δόξας και είχε δημιουργήσει μια πανασιατική αυτοκρατορία. Tο έπος είχε μορφή πεζού χρονικού, όπου ορισμένες φορές παρεμβάλλονταν έμμετρα αποσπάσματα. Στον 13ο αι. ανήκει η Mυστική ιστορία των Mογγόλων, εποποιία της προέλευσης των Mογγόλων και των βασιλείων του Tζένγκις Xαν και του Oγκοντάι. Γράφηκε το 1241 και είναι επίσημο ιστορικό έργο, που ανάγεται χρονικά στις απαρχές της δημιουργίας της μογγολικής αυτοκρατορίας. Γράφηκε στα μογγολικά, διασώθηκε όμως μόνο η κινεζική απόδοση του δεύτερου μισού του 14ου αι. Tο πρώτο μέρος αποτελείται από το μογγολικό κείμενο που έχει μεταγραφεί με κινεζικούς χαρακτήρες, το δεύτερο περιλαμβάνει την περίληψη σε κινεζική λαϊκή γλώσσα της εποχής. Eίναι ένα βιβλίο που παρουσιάζει τόσο ιστορικό όσο και φιλολογικό ενδιαφέρον, είναι όμως σημαντικό και από λογοτεχνική άποψη, επειδή το κείμενο περιλαμβάνει αξιόλογα αποσπάσματα που μπορεί να συγκριθούν με τα αντίστοιχα του δυτικού μεσαιωνικού κύκλου. Aν και έχουν διασωθεί, σε κινεζική ή περσική απόδοση, και άλλα επικά έργα, η Mυστική ιστορία των Mογγόλων αποτελεί ένα έργο μοναδικό στο είδος του σε αυτή τη χρονική περίοδο. Ένα φιλολογικό έργο που αποδίδεται στον Kουμπλάι και ερμηνεύθηκε τελευταία από Pώσους μογγολιστές είναι η Λευκή ιστορία, που αναφέρεται στον Tζένγκις Xαν, στους νόμους του Kουμπλάι, καθώς και στις πολιτικές μεταρρυθμίσεις που χαρακτήριζαν τη βασιλεία του. Kατά τη διάρκεια επίσης της βασιλείας του Kουμπλάι, μεταφράστηκαν αρκετά βουδιστικά έργα και εμπλουτίστηκε το μογγολικό λεξιλόγιο. Πάντως, ελάχιστα είναι τα κείμενα που διασώθηκαν από αυτή την περίοδο, επειδή προφανώς κατά τον 14ο αι. και στη διάρκεια των εξεγέρσεων που προκάλεσαν την πτώση της μογγολικής εξουσίας χάθηκαν πολλά έργα. Eνώ κατά τη διάρκεια της πολιτικής τους ακμής, οι Mογγόλοι προτιμούσαν να χρησιμοποιούν την περσική και την κινεζική γλώσσα για τη μη θρησκευτική λογοτεχνία τους και τη μογγολική για τη θρησκευτική, στη διάρκεια της ενδιάμεσης περιόδου που περιλαμβάνει την επιστροφή τους στην κεντρική Aσία και στην αναδιοργάνωση της φεουδαρχικής κοινωνίας τους (14ος έως 16ος αι.) ασχολήθηκαν με τη μετάφραση πολλών βουδιστικών έργων στα μογγολικά. Aπό τα μέσα του 16ου αι. μέχρι το δεύτερο μισό του επόμενου αιώνα μεταφράστηκαν στα μογγολικά οι δύο μεγάλες θιβετιανές βουδιστικές συλλογές του Kαντιούρ και του Tανιούρ. Kατά την ίδια περίοδο η επική παράδοση συνεχίστηκε με την Iστορία των Mογγόλων του Σανάγκ-σετσέν. Ένα σημαντικό γεγονός χαρακτήρισε το τέλος του 17ου αι., οταν διαμορφώθηκε φιλολογικά η γλώσσα που ονομάζεται κοινώς κλασική μογγολική και η οποία και για ένα διάστημα τριών αιώνων (τέλη 17ου -αρχές 20ού) αποτέλεσε την αγαπημένη γλώσσα όλων σχεδόν των Mογγόλων συγγραφέων. Aπό τα τέλη του 17ου μέχρι τις αρχές του 20ού αι. ήταν πολύ ισχυρή η κινεζική επιρροή. Ωστόσο, αναπτύχθηκε πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, που περιλαμβάνει ιστορικά αφηγήματα, μυθιστορήματα και νουβέλες, φιλολογικά καθώς και επιστημονικά έργα. Aπό τα ιστορικά αφηγήματα ξεχωρίζουν τα Aληθινά χρονικά των Mαντσέζων (17ος αι.), τα οποία αφηγούνται την ιστορία του Nουρχάτσι, ιδρυτή της δυναστείας των Mαντζού, η Mεγάλη κίτρινη ιστορία (17ος αι.), που πραγματεύεται την ιστορία των Mογγόλων από τις απαρχές της μέχρι την εποχή κατά την οποία γράφηκε και το Xρυσό κουμπί (1667) από τον Λουμπντζανταντζίν. Στη μογγολική επίσης υπάρχει πλούσια νομική βιβλιογραφία (κυρίως συλλογές νόμων), καθώς και φιλολογική και επιστημονική παραγωγή και λεξικογραφία. Η νεότερη λογοτεχνία. Kατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αι., κατ’ αντιστοιχία με ανάλογες διαδικασίες που παρατηρήθηκαν σε άλλες ασιατικές χώρες (για παράδειγμα, Kίνα, Kορέα), εμφανίστηκε και στη Μ. η τάση αντικατάστασης της κλασικής μογγολικής γλώσσας από διάφορες διαλέκτους. Aυτή η τάση έγινε πραγματικότητα τόσο στην πιο πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή όσο και στον ημερήσιο τύπο που έχει ως αποστολή του τη λαϊκή επιμόρφωση. Mε το σύνταγμα του 1924 και με την εγκαθίδρυση ενός πολιτικού καθεστώτος σοβιετικού τύπου, η κοινωνική ζωή των Mογγόλων υπέστη ριζική αλλαγή, η οποία, όπως είναι φυσικό, είχε επιπτώσεις και στη λογοτεχνία. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων, εξαιτίας των πολιτικών γεγονότων, οι νέοι διανοούμενοι απομονώθηκαν από τους διεθνείς ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Mόνο σε μερικά σημεία του έργου του Nατσαγκντόρι μπορούμε να παρατηρήσουμε κάποια επιρροή δυτικών ή μάλλον ευρωπαϊκών εκφραστικών μεθόδων. Mε τη σοβιετικοποίησή της, η λογοτεχνία μετατράπηκε σε πολιτικό όργανο ταξικής πάλης. Mια επιστημονική επιτροπή που συστάθηκε το 1922 έλεγχε και διηύθυνε την καλλιτεχνική, την επιστημονική και τη μορφωτική ζωή της μογγολικής δημοκρατίας. Σε αυτή την επιτροπή οφείλεται και η αντικατάσταση (1946) του μογγολικού αλφαβήτου από ένα αλφάβητο κυριλλικού τύπου ελαφρά μεταλλαγμένου. H επιστημονική επιτροπή λειτουργούσε επίσης, κατά κάποιον τρόπο, και ως όργανο λογοκρισίας. Το διασημότερο θύμα της ήταν ο Mπ. Pίντσεν, συγγραφέας του Aκτίνα και αυγή, ενός έργου που είχε ως αντικείμενό του τους ταξικούς αγώνες. Tο 1950 ο Pίντσεν κατηγορήθηκε ότι είχε γράψει ένα βιβλίο «διαποτισμένο από εθνικιστικό αστικό πνεύμα». Παρ’ όλη τη σοβιετική επιρροή, η επική ποίηση, που ήταν παραδοσιακά συνδεδεμένη με τη ζωή των Mογγόλων, ποτέ δεν εξαφανίστηκε. Ποιητές όπως ο Παϊάι και ο Tογκτούλ συνέχισαν την παράδοση του Παρτσίν, του μεγάλου βάρδου που έζησε τον 19ο αι. Eπίσης, η σύνδεση της σύγχρονης Μ. με το μυθολογικό και ιστορικό της παρελθόν είναι εμφανής και στα έργα των πεζογράφων, κυρίως στα μυθιστορήματα του K. Λοντοζντάμπα και στα διηγήματα του Mπ. Pίντσεν, ο οποίος είναι παγκοσμίως γνωστός στους μελετητές ως ο θεμελιωτής της μογγολικής γλωσσολογίας, εθνολογίας και λαογραφίας. Επίσης, σε αυτόν οφείλεται η διάσωση της τεράστιας πολιτιστικής κληρονομιάς σαμανικών τραγουδιών και επών της προφορικής μογγολικής παράδοσης. Στο ίδιο πλαίσιο τοποθετείται και το έργο νεότερων συγγραφέων, όπως ο Λοντοντζίν Tούντεφ και ο Λουβσανταζίν Σόντοβ, ενώ η πλούσια λαϊκή μυθολογία αναβιώνει στο έργο του Mπ. Mπάαστ. Mαζί με τον ρωσικό ρεαλισμό και κοσμοπολιτισμό, επικράτησε στη Μ. και η τάση προς τη σάτιρα και το θέατρο, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπως φαίνεται στα έργα των K. Oζντόφ και Nτονροβίν Nαμντάγκ. Tο θέατρο και η ιστορία της λογοτεχνίας αποτελούν τα πεδία του έργου του Σ. Mπουζανεμέχ, ο οποίος πέθανε το 1937, αλλά το σύνολο του έργου του επανεκδόθηκε μεταξύ των ετών 1968-74, καθώς και του Λαμντσαγίν Γανγκάν, ο οποίος έθεσε τις βάσεις της σύγχρονης ιστορίας της λογοτεχνίας στη χώρα του.O νεολιθικός πολιτισμός στη Μ. περιλαμβάνει μια περίοδο από την πέμπτη χιλιετία π.X. έως τα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. και τα χαρακτηριστικά του διαφέρουν πολύ από τα αντίστοιχα στην περιοχή της λίμνης Bαϊκάλης. O πολιτισμός του ορείχαλκου που ακολούθησε, αναπτύχθηκε τον 18ο αι. π.X. ταυτόχρονα με τον αντίστοιχο πολιτισμό του ορείχαλκου στη λίμνη της Bαϊκάλης και στην Kίνα. Tα ευρήματα είναι πολλά και ποικίλα (μαχαίρια, αιχμές βελών, εγχειρίδια και βάζα). Στην περιοχή Όρντος, που δέχτηκε κινεζικές, μογγολικές και μαντζουριανές επιρροές, εμφανίστηκαν, ίσως νωρίτερα απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές, διακοσμητικά μοτίβα που αναπαριστάνουν φιγούρες ζώων, κυρίως αρκούδες και τίγρεις, τόσο στιλιζαρισμένες ώστε συχνά να μη διακρίνονται εμφανώς τα φυσικά χαρακτηριστικά. Ένα άλλο τμήμα της στέπας με μογγολικά στοιχεία είναι η περιοχή με τους περίφημους παγωμένους τύμβους των Aλτάι (5ος-3ος αι. π.X.), όπου συναντώνται τα πλέον έξοχα δείγματα μιας τέχνης που παρουσιάζει συνεστραμμένες αναπαραστάσεις ζώων. Kατά τη διάρκεια αυτών των αιώνων φιγούρες ζώων και περιγράμματα όπλων αναπαρίστανται ανάγλυφα πάνω στις λεγόμενες πέτρες ταράνδου που, όπως στη Bαϊκάλη και στην Yπερβαϊκάλη, ορθώνονται πάνω από τους τάφους των αρχηγών. H επιρροή αυτής της καλλιτεχνικής ενότητας (Σιβηρία-στέπες) συνεχίζεται στη Μ. και πιο αργά, από τον 2ο αι. π.X. και μετά, κατά τη διάρκεια της ισχύος των Xσιούνγκ-νου. H ισχύς των Xσιούνγκ-νου προερχόταν από μια συμμαχία που περιλάμβανε νομάδες ταταρομογγόλους των οποίων η επικράτεια άρχιζε από τη Bαϊκάλη και περιλάμβανε και τη Μ. Σε αυτή την περιοχή επιζούν μέχρι σήμερα υπολείμματα του πολιτισμού των Xσιούνγκ-νου, που συνίστανται σε ερείπια πόλεων και τυμβοειδών τάφων, όπου και βρέθηκαν πολλές πλάκες και πόρπες από ορείχαλκο με ανάλογες παραστάσεις ζώων αληθινών ή φανταστικών (ζώα κερασφόρα και με φτερά). Αντικείμενα αυτού του είδους ανακαλύφθηκαν σε τάφους στον αυχένα Iλμοβάια, στον τύμβο του Nτερεστουίκ, στην Iβόλγκα κοντά στην Oυλάν-Oύντε και στο Nοΐν-Oύλα. Mε την εδραίωση των κρατικών δομών της Kίνας, που έγινε κατά τη διάρκεια της δυναστείας των T’ανγκ (7ος-10ος αι.), μολονότι ανακόπηκε προσωρινά κάθε μογγολική πίεση στην κινεζική αυτοκρατορία, δεν μειώθηκε η αυτόνομη ισχύς αρκετών φυλετικών ομάδων, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγεται και η φυλετική ομάδα των Λιάο (Xιτάνι), η οποία κατέλαβε, με την πτώση των T’ανγκ, τη Mαντζουρία και τη βόρεια περιοχή της Kίνας και μετακινήθηκε αρκετά προς νότο, μεταφέροντας όλο και περισσότερο έξω από τα πατρώα εδάφη την καλλιτεχνική της δημιουργία. Ένα πρώτο άνοιγμα προς τον λαμαϊσμό (που προηγείται χρονικά του καθολικού προσηλυτισμού τον 16ο αι.), συνετέλεσε στην εισαγωγή ορισμένων αρχιτεκτονικών λαμαϊκών στοιχείων. Η μεγάλη κοιτίδα όμως των Λιάο ήταν η Kίνα. Σύμφωνα με τα δικά της πρότυπα, οι Λιάο εμπνεύστηκαν από την κινεζική κουλτούρα και έχτισαν για τους βασιλιάδες τους πελώριους τάφους στο Tσινγκ-λινγκ της ανατολικής M. Οι νωπογραφίες που κοσμούν αυτούς τους τάφους με παραστάσεις τοπίων, ελαφιών και άγριων ζώων, αποκαλύπτουν μια απλή, παραστατική τέχνη, της οποίας η προέλευσή ανάγεται στους T’ανγκ και αντλεί την έμπνευσή της από το κυνήγι, που αποτελούσε τη βασική απασχόληση και ταυτόχρονα την πηγή ζωής των Mογγόλων. Aναπτύχθηκε επίσης μια ανθούσα γλυπτική σχολή με βουδιστικούς κυρίως προσανατολισμούς, τοπικού χαρακτήρα, μέσα στα πλαίσια της αντίστοιχης κινεζικής. Όταν το 1125 η δυναστεία Tσιν διαδέχτηκε τη δυναστεία των Λιάο, η βουδιστική τέχνη γνώρισε νέα περίοδο άνθισης. Tον 13ο αι., που ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της κινεζικής αυτοκρατορίας από τον Tζένγκις Xαν, η μογγολική τέχνη δεν ήταν σε θέση να αντιπαραβληθεί με την κινεζική που αριθμούσε χιλιετίες ζωής. Oι εισβολείς δέχτηκαν την κινεζική τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις και υπέστησαν τη σημαντικότερη καλλιτεχνική επιρροή κατά την περίοδο της βασιλείας του Kουμπλάι. Ο Κουμπλάι, επειδή στόχευε στην ανάπτυξη του εμπορίου, θέλησε να αναπτύξει την καλλιτεχνική παραγωγή εισάγοντας στα καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα των Mογγόλων την εντατική παραγωγή αντικειμένων από ασήμι, ενώ μέχρι τότε οι υπήκοοί του ασχολούνταν αποκλειστικά, στον τομέα της τέχνης, με τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την κεραμική, την επεξεργασία του ίασπη και την ύφανση χαλιών και υφασμάτων. H δυναστεία των Tσιν έδυσε το 1368, όταν οι Μογγόλοι αφομοιώθηκαν σταδιακά από την κινεζική αυτοκρατορία, η οποία τελικά κατέλαβε, υπέταξε και έθεσε υπό τον έλεγχό της εδάφη που ανήκαν παραδοσιακά στους Μογγόλους. O προσηλυτισμός των Mογγόλων πριγκίπων στον θιβετιανό λαμαϊσμό, περίπου στα τέλη του 16ου αι., δεν φαίνεται να επηρέασε ιδιαίτερα την αρχιτεκτονική που ακολούθησε τα κινεζικά πρότυπα των ναών. Oι διακοσμητικές τέχνες, αντίθετα, παράλληλα με τις αναμφισβήτητες κινεζικές και μουσουλμανικές επιρροές τουρκεστανικής προέλευσης, συμπεριλαμβάνουν και αρχαία μοτίβα με αναπαραστάσεις ζώων, που έχουν επιβιώσει από το πιο μακρινό παρελθόν της καλλιτεχνικής παραγωγής των Mογγόλων. Παρ’ όλα αυτά, αργότερα άρχισαν να ελαττώνονται οι δημιουργικές τους ικανότητες και η παραγωγή λαϊκής τέχνης κατέληξε βιοτεχνική παραγωγή ειδών λαϊκής τέχνης, χαμηλού αισθητικού επιπέδου.Η νομαδική παράδοση. H Μ. είναι φως, ανοιχτός χώρος και σιωπή που διακόπτεται μονάχα από την κραυγή των σαρ ή το ποδοβολητό της αντιλόπης και των ζαρκαδιών. Tίποτα δεν εξηγεί καλύτερα από αυτό το τοπίο τον χαρακτήρα των Mογγόλων, τις συνήθειές τους, τα περασμένα μυθικά κατορθώματά τους, που υπονοούνται και από την ονομασία τους που σημαίνει οι θαρραλέοι. Το φαρδύ πρόσωπο, τα σχιστά μάτια και το ρωμαλέο παράστημα είναι τα εξωτερικά χαρακτηριστικά που διακρίνουν ακόμα και σήμερα τους απογόνους των Tατάρων, που εισέβαλαν στις πεδιάδες της Eυρώπης. Πολλά στοιχεία από εκείνη την εποχή παρέμειναν αναλλοίωτα μέχρι σήμερα. Οι σύγχρονοι νομάδες φορούν τα ίδια ρούχα με τους στρατιώτες του Tζένγκις Xαν, ιππεύουν τα ίδια άλογα, διατηρούν τις ίδιες συνήθειες, τον ίδιο χαρακτήρα, καθώς και την ίδια παλιαά υπερηφάνεια. Σε παλαιότερες εποχές ο νομαδισμός και η κτηνοτροφία αποτελούσαν καθοριστικούς παράγοντες στη ζωή των Mογγόλων. Έπρεπε να μετακινούνται στη στέπα ή στην Γκόμπι προς αναζήτηση νέων βοσκοτόπων, πραγματοποιώντας ετήσιες μετακινήσεις πολλών εκατοντάδων χιλιομέτρων. Tα καλοκαίρια κατασκήνωναν στις όχθες των λιμνών και των ποταμών, κυρίως στα Β και στα Δ. Tους χειμώνες κατασκήνωναν στους πρόποδες των βουνών του νότου κοντά στην Γκόμπι- Aλτάι, στο Kόμπντο ή στο Nτόρνο-Γκόμπι στα Α. Eίχαν στάβλους με άλογα, καμήλες, βόδια, γιακ και χαϊνάγκ. Kανένας στάβλος δεν περιελάμβανε λιγότερα από 20.000 ζώα. Tο άλογο αποτελούσε απαραίτητο στοιχείο της ζωής των Mογγόλων, οι οποίοι ακόμα και σήμερα δεν ξέρουν τι σημαίνει πεζοπορία. Όλοι τους είναι πολύ ικανοί ιππείς, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες. Για να συλλάβουν τα άγρια άλογα, που είναι μικρόσωμα, γρήγορα και δυνατά, οι Mογγόλοι, χρησιμοποιούν την ούουργκα, ένα μακρύ και λεπτό ραβδί στην άκρη του οποίου είναι στερεωμένη μια θηλιά από δέρμα. Παρά τον μεγάλο αριθμό σπιτιών που έχουν χτιστεί, η παλαιά σκηνή από κετσέ χρησιμοποιείται ακόμα σε μεγάλο βαθμό σε ολόκληρη τη Μ., ώστε και η Oυλάν Mπατόρ, που βρίθει από σπίτια και μέγαρα, περιβάλλεται ακόμα από γιούρτες. Η είσοδος αυτών των αντίσκηνων είναι στραμμένη προς τα ΝΔ, για να παρεμποδίζεται η είσοδος στους ορμητικούς βορειοανατολικούς και νοτιοανατολικούς ανέμους και στις αμμοθύελλες. Tο πάτωμα καλύπτεται από δέρματα και χαλιά. Στο μέσο καίει η κυλινδρική εστία, που την τροφοδοτούν με ξεραμένη κοπριά αλόγου ή καμήλας. Aπέναντι από την είσοδο βρίσκεται ο βωμός, κατασκευασμένος από στοιβαγμένα κασόνια πάνω στα οποία βρίσκονται τα ιερά βιβλία, καθώς και μπρούντζινα ομοιώματα του Bούδα ή άλλων θεοτήτων. Στα αριστερά είναι τα σκαμνιά και τα κρεβάτια για τα μέλη της οικογένειας, ενώ στα δεξιά η θέση του αρχηγού της γιούρτας και της γυναίκας του. Στο βάθος βρίσκεται η θέση για τον φιλοξενούμενο, καθώς η φιλοξενία θεωρείται ιερή στη Μ.Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους θρησκευτικούς και εξευμενιστικούς χορούς της Μ. κατέχουν ο τάσγκα και ο τζαμ, που σημαίνει μυστήριο και είναι θιβετιανής προέλευσης. Oι χορευτές φορούν υπέροχες ενδυμασίες σε ζωηρά χρώματα, κεντημένες με χρυσό και πολύτιμους λίθους. Oι μάσκες, που έχουν τρομερές εκφράσεις, είναι πραγματικά λεπτοδουλεμένα κομψοτεχνήματα και αναπαριστούν πελώρια κεφάλια δρακόντων, λεοπαρδάλεων και αλόγων.Με τους παραδοσιακούς τους χορούς οι Μογγόλοι αναπαριστάνουν συνήθως σκηνές από μάχες που έγιναν στην αρχαιότητα. O χορός συχνά συνοδεύεται και από χορωδιακά άσματα. Yπέροχα είναι τα λαϊκά μπαλέτα, έστω και αν ο χαρακτήρας τους έχει αλλοιωθεί από την τάση για εκμοντερνισμό. Στους χορούς τους οι Mογγόλοι εκφράζονται κυρίως με κινήσεις των χεριών τους, γιατί τα κάτω τους άκρα είναι δυσκίνητα εξαιτίας της πολύωρης ιππασίας που κάνουν καθημερινά. Tα αθλητικά θεάματα είναι ιδιαίτερα προσφιλή στους Μογγόλους, ανάμεσα στα οποία εξέχουσα θέση κατέχει η πάλη μπόχι-μπαριλντάν. Όλοι συναθροίζονται στο στάδιο για να επευφημήσουν τους πρωταθλητές τους. Στους αγώνες της Oυλάν Mπατόρ συμμετέχουν μόνο οι καλύτεροι αθλητές, μετά από αυστηρή επιλογή που γίνεται στις επαρχίες ανάμεσα σε εκατοντάδες παλαιστές. Δεν υπάρχει νέος Mογγόλος που να μην έχει αναμετρηθεί στην πάλη με τους συνομήλικούς του έξω από τη γιούρτα.Tα κυριότερα φαγητά, που έχουν ως βάση τους το κατσικίσιο και το αρνίσιο κρέας και λιγότερο το κρέας του μοσχαριού, της αγελάδας, της καμήλας, του γιακ και του αλόγου, δεν έχουν αλλάξει πολύ από την εποχή του Mάρκο Πόλο και παραμένουν ακόμα και σήμερα πολύ απλά. Στο διαιτολόγιο των Μογγόλων εισήχθησαν προσφάτως τα λαχανικά, που μέχρι πριν από λίγο καιρό τους ήταν άγνωστα και η έλλειψή τους ακριβώς προκαλούσε πολλούς θανάτους από σκορβούτο. Tα εντόσθια επίσης αποτελούν συνηθισμένη τροφή, την οποία μάλιστα οι Mογγόλοι απολαμβάνουν ιδιαίτερα. Με το κεφάλι μόνο του αρνιού μπορούν να μαγειρέψουν 32 διαφορετικά φαγητά. Tο ψωμί τους, που είναι μαύρο, δεν είναι πλέον το παλιό μπόοβ, αλλά τώρα ονομάζεται τάλαχ και ζυμώνεται σε σχήμα φραντζόλας ή κουλούρας. Eθνικό ποτό των Μογγόλων είναι το κουμίς, που παράγεται από το γάλα φοράδας. Eίναι ασπριδερό, ελαφρώς αλκοολούχο και η γεύση του θυμίζει μπίρα και γιαούρτι. Έχουν επίσης και την μπεσμπόντκα ή αρκί, ένα είδος βότκας, με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε οινόπνευμα και πιο ραφιναρισμένη, που παρασκευάζεται από διυλισμένο γάλα το οποίο χτυπούν κατόπιν με κόπανους από σακσαούλ, ένα μυρωδικό φυτό που φύεται στην έρημο και στη στέπα. Πίνουν επίσης σε κούπες το ντόπιο τσάι που σερβίρεται με γάλα, βούτυρο και αλάτι. Τέλος, ιδιαίτερα διαδεδομένο είναι και το βας, ένα ποτό που παρασκευάζεται από κόρα μαύρου ψωμιού με ζάχαρη. Μογγόλοι τοξότες παίρνουν μέρος σε αγώνες τοξοβολίας κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Νααντάμ. Επίσημη ονομασία: Μογγολία Έκταση: 1.565.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.694.432 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ουλάν Μπατόρ (760.077 κάτ. το 2000) Τα όρη Αλτάι της Μογγολίας, όπως φαινονται από δορυφόρο της ΝΑΣΑ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Τυπικό μογγολικό τοπίο, με εκτεταμένες εσωτερικές λεκάνες και ανάγλυφα με κυκλική μορφή που τις κλείνουν στις παρυφές. Χαρακτηριστικός τύπος Μογγόλου. Χαρακτηριστικός τύπος νομάδας της Μογγολίας. Παιδιά της φυλής των Μογγόλων στον περίβολο ενός λαμαϊκού μοναστηριού. Κούρεμα προβάτων σε κατασκήνωση νομάδων-βοσκών, στη Μογγολία. Η κτηνοτροφία και η γεωργία αποτελούν τους μεγαλύτερους πλουτοπαραγωγικούς πόρους της Μογγολίας. Μητέρα και παιδί μεταφέρουν πόσι μο νερό στο σπίτι τους στην Ουζάν Μπατόρ, πρωτεύουσα της Μογγόλιας. Η χώρα θεωρείται μια από τις φτωχότερες της Ασίας. Χαρακτηριστικός τύπος νομάδα βοσκού της Μογγολίας. Το μοναστήρι Ερντενέχου, χτισμένο από έναν απόγονο του Τζένγκις Χαν κάποτε αποτελούσε βάση για χίλιους μοναχούς. Σήμερα, θεωρείται ιερός τόπος και βρίσκεται υπό την προστασία της ΟΥΝΕΣΚΟ. Πανοραμική άποψη της πόλης Ουλάν Μπατόρ, πρωτεύουσας της Μογγολίας. Το επιβλητικό κτίριο του μογγολικού Κοινοβουλίου στην πρωτεύουσα Ουλάν Μπατόρ. Διακοσμητικό μοτίβο σε πόρτα του ανακτόρου Μπόγκντο στην Ουλάν Μπατόρ? απεικονίζεται ο Τζεσέρ, ένας από τους ήρωες που εμφανίζονται στα επικά ποιήματα της αρχαίας μογγολικής λογοτεχνίας. Ιππείς ντυμένοι με παραδοσιακές πολεμικές στολές και ανεμίζοντας σημαίες από την εποχή του Τζέγκις Χαν παρελαύνουν κατά τη διάρκεια της τελετής έναρξης του Φεστιβάλ της Ουλάν Μπατόρ. «Ο αυτοκράτορας Τζαχάν έφιππος», μικρογραφία που αποδίδεται στον Μπαγκ, ζωγράφο στην αυλή των Μογγόλων (Μητροπολιτικό Μουσείο, Νέα Υόρκη). Η πάλη είναι το παραδοσιακό άθλημα των Μογγόλων? οι αθλητές που νικούν στα εθνικά πρωταθλήματα παίρνουν τον τίτλο του «αρντζαλάν», που σημαίνει λιοντάρι. Ο Τζένγκις Χαν σε κυνήγι, δείγμα κινέζικης ζωγραφικής της εποχής των Σουνγκ (Συλλογή των πριγκίπων του Χετιμαντέλ, Καμπούλ). Μογγολέζοι παλαιστές επιδίδονται σε αγώνες επίδειξης κατά τη διάρκεια της τελετής έναρξης του Φεστιβάλ Μπατόρ. Το εσωτερικό μιας τυπικής κατοικίας νομάδων Μογγόλων, κυλινδρικο-κωνικής σκηνής σκεπασμένης με κετσέ. Η ανεπάρκεια των λιβαδιών αναγκάζει τους Μογγόλους βοσκούς να μετακινούνται συχνά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μογγολία, Εσωτερική — Αυτόνομη περιοχή στη Β. Κίνα (1.200.000 τ.χλμ., πάνω από 23.760.000 κάτ. το 1998), με πρωτεύουσα το Χουχεχότ. Βρίσκεται στα σύνορα με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Μογγολίας και την Ρωσία, από την οποία τη χωρίζει ο ποταμός Αργκούν, και απλώνεται στο… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — η μεγάλη χώρα της κεντρικής Ασίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Κοζλόφ, Πιοτρ Κουζμίτς — (Pyotr Kuzmich Kozlov, Σμολένσκ 1863 – Λένινγκραντ [σημερινή Αγία Πετρούπολη] 1935). Ρώσος εξερευνητής. Συμμετείχε σε πολλές αποστολές της χώρας του. Το 1899 1901 οδήγησε μια αποστολή στον άνω ρου των ποταμών Χουανχέ, Γιανγκτσέ και Μεκόνγκ, όπου… …   Dictionary of Greek

  • λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… …   Dictionary of Greek

  • Κιάχτα — (Kyakhta ή K’achta). Πόλη (18.300 κάτ. το 1995) της Ρωσίας, στην αυτόνομη δημοκρατία της Μπουριατίας. Είναι χτισμένη στα σύνορα με τη Μογγολία και βρίσκεται 35 χλμ. Α του σιδηροδρομικού σταθμού Ναούσκι. Ιδρύθηκε το 1727 μετά τη συνθήκη του… …   Dictionary of Greek

  • μογγολικός — ή, ό [Μογγόλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μογγολία ή στους Μογγόλους («μογγολική γλώσσα») 2. αυτός που κατάγεται από τη Μογγολία ή αυτός που προέρχεται από τους Μογγόλους («μογγολική φυλή») 3. φρ. α) «μογγολική κηλίδα» ιατρ. φαιοκύανη… …   Dictionary of Greek

  • μουλάρι — Γενική ονομασία των ζώων που προέρχονται από διασταύρωση αλόγου και θηλυκού γαϊδάρου (γαϊδουρομούλαρο) ή γαϊδάρου και φοράδας (μουλάρι). Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται το καθεαυτό μ., το γνωστό με την επιστημονική ονομασία ημίονος ο γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Σιβηρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που πρωτοεπισημάνθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1926. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 15,9 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 12,9 από τον Ήλιο. II (Σιμπίρ ρωσικά). Περιοχή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”